- χρεία
- нужда, надобность
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
χρεία — χρείᾱ , χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) χρείᾱ , χρεία need fem nom/voc/acc dual χρείᾱ , χρεία need fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρείᾳ — χρείᾱͅ , χρεία need fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεία — η, ΝΜΑ, και χρειά Ν, και ιων. τ. χρείη και αιολ. τ. χρήα και χρέα και κρητ. τ. χρηΐα Α 1. ανάγκη, επιτακτικός λόγος (α. «αν η χρεία τό καλέσει» αν παραστεί ανάγκη β. «καὶ μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν», Σοφ.) 2. στέρηση, έλλειψη, ένδεια, φτώχεια (α. «δεν… … Dictionary of Greek
χρεία — η 1. ανάγκη: Αν η χρεία το καλέσει. 2. έλλειψη, στέρηση: Δεν είν εύκολες οι θύρες, αν η χρεία τες κουρταλεί (Δ. Σολωμός). 3. αποχωρητήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρεῖα — χρεῖος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρεία διδάσκει κἂν ἄμουσος ᾗ. — См. Нужда скачет и пляшет, нужда и песеньки поет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χρείας — χρείᾱς , χρεία need fem acc pl χρείᾱς , χρεία need fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρεί' — χρείᾱͅ , χρεία need fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρείαι — χρείᾱͅ , χρεία need fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρείαν — χρείᾱν , χρεία need fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρείαις — χρεία need fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)